ἀρημένος: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρημένος:''' -η, -ον, Επικ. Παθ. μτχ. του [[ἀράω]] Β. | |lsmtext='''ἀρημένος:''' -η, -ον, Επικ. Παθ. μτχ. του [[ἀράω]] Β. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρημένος:''' (ᾱ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> усталый, разбитый (ὕπνῳ καὶ καμάτῳ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> удрученный (γήραϊ λυγρῷ Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, pf. part. Pass., expld. by Gramm. by βεβλαμμένος,
A distressed, worn out, once in Il., γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. 18.435; more freq. in Od., ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. 6.2; τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας; 9.403; γήρᾳ ὑπὸ λιπαρῷ ἀ. 11.136; δύῃ ἀ. 18.53. [Prob. akin to ἀρή, Ἄρης.]
German (Pape)
[Seite 350] einzeln stehendes partic. perf. pass., gequält, gedrückt, τίπτε τόσον αρημένος ὧδ' ἐβόησας Od. 9, 403; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ 6. 2; ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον 18, 53. 81; γήραϊ λυγρῷ Iliad. 18, 435; γήραι ὕπο λιπαρῷ Od. 11, 136. 23, 283.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρημένος: -η, -ον, ἴδε ἀράω.
French (Bailly abrégé)
seul. masc.
accablé.
Étymologie: part. pf. Pass. d’un verbe inus.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [ᾱ-]
abatido, consumido γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. Il.18.435, Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. Od.6.2, τίπτε, τόσον, Πολύφημ', ἀ. ὧδ' ἐβόησας Od.9.403, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον Od.18.53.
• Etimología: Cf. 2 ἀρή.
Greek Monotonic
ἀρημένος: -η, -ον, Επικ. Παθ. μτχ. του ἀράω Β.
Russian (Dvoretsky)
ἀρημένος: (ᾱ) adj. m
1) усталый, разбитый (ὕπνῳ καὶ καμάτῳ Hom.);
2) удрученный (γήραϊ λυγρῷ Hom.).