ἀπορρέζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορρέζω:''' μέλ. <i>-ρέξω</i>, [[προσφέρω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] ή [[προσφέρω]] ως [[θυσία]] [[κάτι]] από αυτά που έχω στην [[κατοχή]] μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀπορρέζω:''' μέλ. <i>-ρέξω</i>, [[προσφέρω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] ή [[προσφέρω]] ως [[θυσία]] [[κάτι]] από αυτά που έχω στην [[κατοχή]] μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορρέζω:''' приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέζω Medium diacritics: ἀπορρέζω Low diacritics: απορρέζω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΖΩ
Transliteration A: aporrézō Transliteration B: aporrezō Transliteration C: aporrezo Beta Code: a)porre/zw

English (LSJ)

fut. -ρέξω,

   A sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer partof., Is.Fr.105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).

French (Bailly abrégé)

1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.

Spanish (DGE)

ofrendar χίμαρον Theoc.Ep.4.15 (var. AP 9.437)
abs. ofrecer una parte Is.Fr.33.

Greek Monolingual

ἀπορρέζω (Α)
προσφέρω θυσία απ' ό,τι έχω.

Greek Monotonic

ἀπορρέζω: μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρέζω: приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).