βοῖ: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(3) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοῖ:''' όπως το [[αἰβοῖ]], επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βοῖ:''' όπως το [[αἰβοῖ]], επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοῖ:''' interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. [[αἰβοῖ]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.
Greek (Liddell-Scott)
βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.
Greek Monotonic
βοῖ: όπως το αἰβοῖ, επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βοῖ: interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. αἰβοῖ).