βιοθρέμμων: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βῐοθρέμμων:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που διατηρεί τη [[ζωή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βῐοθρέμμων:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που διατηρεί τη [[ζωή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.
German (Pape)
[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.
Greek (Liddell-Scott)
βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.
Greek Monolingual
βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].
Greek Monotonic
βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.).