γευστέον: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γευστέον]], adj. verb. van [[γεύω]], men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γευστέον Medium diacritics: γευστέον Low diacritics: γευστέον Capitals: ΓΕΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: geustéon Transliteration B: geusteon Transliteration C: gefsteon Beta Code: geuste/on

English (LSJ)

   A one must make to taste, τινὰ αἵματος Pl.R.537a.

Greek (Liddell-Scott)

γευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ γεύω, καὶ γεύομαι, τινά τινος Πλάτ. Πολιτ. 537A.

Spanish (DGE)

hay que hacer probar fig., c. gen. τοὺς παῖδας ... αἵματος e.d. sentir la violencia de la guerra, Pl.R.537a.

Greek Monotonic

γευστέον: ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστέον, adj. verb. van γεύω, men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.