βῶκος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(3)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βῶκος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[βοῦκος]].
|lsmtext='''βῶκος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[βοῦκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βῶκος:''' ὁ дор. v. l. = [[βοῦκος]].
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

βῶκος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βοῦκος, βουκαῖος.

Greek Monolingual

βῶκος, ο (δωρ. τ.) (Α)
βλ. βούκος, βουκαίος.

Greek Monotonic

βῶκος: ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.

Russian (Dvoretsky)

βῶκος: ὁ дор. v. l. = βοῦκος.