γοητής: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γοητής:''' -οῦ, ὁ ([[γοάω]]), Δωρ. γοᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. [[σημασία]], με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''γοητής:''' -οῦ, ὁ ([[γοάω]]), Δωρ. γοᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. [[σημασία]], με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γοητής:''' οῦ, дор. [[γοατάς|γοᾱτάς]], ᾶ adj. m рыдающий, плачущий ([[νόμος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.
Greek (Liddell-Scott)
γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.
Greek Monolingual
γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.
Greek Monotonic
γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γοητής: οῦ, дор. γοᾱτάς, ᾶ adj. m рыдающий, плачущий (νόμος Aesch.).