δαφνόκομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαφνόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]], στολισμένος με [[δάφνη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δαφνόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]], στολισμένος με [[δάφνη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαφνόκομος:''' увенчанный лаврами (τρίποδες Φοίβου Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνόκομος Medium diacritics: δαφνόκομος Low diacritics: δαφνόκομος Capitals: ΔΑΦΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: daphnókomos Transliteration B: daphnokomos Transliteration C: dafnokomos Beta Code: dafnοko/mos

English (LSJ)

ον,

   A bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.

German (Pape)

[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.

Greek Monolingual

δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].

Greek Monotonic

δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαφνόκομος: увенчанный лаврами (τρίποδες Φοίβου Anth.).