δεσποσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεσποσύνη:''' ἡ ([[δεσπότης]]), = [[δεσποτεία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δεσποσύνη:''' ἡ ([[δεσπότης]]), = [[δεσποτεία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεσποσύνη:''' ἡ неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποσύνη Medium diacritics: δεσποσύνη Low diacritics: δεσποσύνη Capitals: ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ
Transliteration A: desposýnē Transliteration B: desposynē Transliteration C: desposyni Beta Code: desposu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A absolute rule, despotism, Hdt.7.102.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.

Greek Monolingual

η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].

Greek Monotonic

δεσποσύνη: ἡ (δεσπότης), = δεσποτεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δεσποσύνη: ἡ неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.