δεκαδαρχία: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκαδαρχία:''' ἡ, [[διακυβέρνηση]], [[διοίκηση]] από [[δέκα]] άρχοντες, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''δεκαδαρχία:''' ἡ, [[διακυβέρνηση]], [[διοίκηση]] από [[δέκα]] άρχοντες, σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκᾰδαρχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> декадархия, правление десяти Isocr. (см. [[δέκα]]);<br /><b class="num">2)</b> (в Риме) децемвират Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A government of ten, v.l. in Isoc.4.110, cf. D.6.22; = Lat. decemviratus, D.H.11.27. II decuria of cavalry, Arr.Tact.42.1.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, 1) Befehl über 10 Mann, Arr. Tact. – 2) Würde eines Decemvirn, Regierung der Zehnmänner, Isocr. 4, 110; Plut. Cic. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδαρχία: ἡ, ἡ διοίκησις τῶν δέκα ἀρχόντων, Ἰσοκρ. 63D· παρὰ Ρωμαίοις decemviratus, Διον. Ἁλ. 11. 27.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le gouvernement des Dix, à Athènes ; à Rome le décemvirat.
Étymologie: δεκάδαρχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 decadarquía, Consejo de los diezde los gobiernos oligárquicos impuestos por Lisandro tras la guerra del Peloponeso, Isoc.4.110 (var., cf. δεκαρχία), κατέλυε τὰς πολιτείας καὶ καθίστη δεκαδαρχίας Plu.Lys.14, cf. D.S.14.13, Paus.8.52.4, 9.6.4, Harp., Phot.δ 150 (cf. δέκα I 2 c)
•de los instaurados por Filipo II de Macedonia en Tesalia, D.6.22, pero cf. Harp.
2 decuria destacamento de caballería de diez hombres al mando de un decurión, Arr.Tact.42.1.
3 en el Egipto romano decurionato, cargo del decurión oficial de policía δημόσιος βωητίας (l. βοηθείας) (δεκ)αδαρχίας ayudante al servicio del decurionato, PCol.186.6 (IV d.C.).
4 en Roma decenvirato, colegio de los decénviros D.H.10.57, Plu.2.277f, Cic.12, cf. δεκαταρχία, δεκαρχία.
Greek Monolingual
δεκαδαρχία, η (Α)
1. η διακυβέρνηση από συμβούλιο δέκα ανδρών
2. ίλη ιππικού.
Greek Monotonic
δεκαδαρχία: ἡ, διακυβέρνηση, διοίκηση από δέκα άρχοντες, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰδαρχία: ἡ1) декадархия, правление десяти Isocr. (см. δέκα);
2) (в Риме) децемвират Plut.