δυνάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῠνάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί [[δυνάστης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δῠνάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί [[δυνάστης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῠνάτης:''' ου ὁ Aesch. = [[δυνάστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for
A δυνάστης, ὦ δυνάτα A.Pers.674 (lyr., cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 673] ὁ, = δυνάστης, Aesch. Pers. 661.
Greek (Liddell-Scott)
δυνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δυνάστης, ὦ δυνάτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, κατὰ τὸ Μεδ. χφον καὶ τὸν Σχολ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Spanish (DGE)
(δῠνάτης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
rey ὦ ... δυνάτα, δυνάτα ref. la sombra de Darío, A.Pers.675.
Greek Monotonic
δῠνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί δυνάστης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάτης: ου ὁ Aesch. = δυνάστης.