δυσφόρμιγξ: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη [[λύρα]], δηλ. [[λυπητερός]], [[θρηνητικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δυσφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη [[λύρα]], δηλ. [[λυπητερός]], [[θρηνητικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δυσφόρμιγξ -ιγγος [δυσ-, φόρμιγξ] als adj. met slechte klanken van de lier (d.w.z. triest, ellendig). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.
Spanish (DGE)
-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.
Greek Monolingual
δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).
Greek Monotonic
δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφόρμιγξ -ιγγος [δυσ-, φόρμιγξ] als adj. met slechte klanken van de lier (d.w.z. triest, ellendig).