δραγμός: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δραγμός:''' ὁ ([[δράσσομαι]]), [[πιάσιμο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δραγμός:''' ὁ ([[δράσσομαι]]), [[πιάσιμο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δραγμός:''' ὁ хватание, схватывание (τινος Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A grasping, E.Cyc.170, dub. l. in Q.S.1.350.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
Greek (Liddell-Scott)
δραγμός: ὁ, δράξιμον, «πιάσιμον», Εὐρ. Κύκλ. 170· πρβλ. δράσσομαι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de saisir.
Étymologie: δράσσομαι.
Greek Monolingual
δραγμός, ο (Α) δράττομαι
πιάσιμο, άρπαγμα, δραξιά.
Greek Monotonic
δραγμός: ὁ (δράσσομαι), πιάσιμο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δραγμός: ὁ хватание, схватывание (τινος Eur.).