δῶναξ: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῶναξ:''' ὁ, Δωρ. αντί [[δόναξ]].
|lsmtext='''δῶναξ:''' ὁ, Δωρ. αντί [[δόναξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῶναξ:''' ακος ὁ Theocr. = [[δόναξ]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 695] ακος, ὁ, dor. = δόναξ, Theocr. 20, 29.

Greek (Liddell-Scott)

δῶναξ: ὁ, Δωρ. ἀντὶ δόναξ, Θεόκρ. 20. 29.

Greek Monotonic

δῶναξ: ὁ, Δωρ. αντί δόναξ.

Russian (Dvoretsky)

δῶναξ: ακος ὁ Theocr. = δόναξ.