δουροτόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουροτόμος:''' Ιων. αντί <i>δορυτόμος</i>, αυτός που κόβει ξύλα, [[ξυλοκόπος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δουροτόμος:''' Ιων. αντί <i>δορυτόμος</i>, αυτός που κόβει ξύλα, [[ξυλοκόπος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουροτόμος:''' колющий или рубящий дрова (πελέκεις Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουροτόμος Medium diacritics: δουροτόμος Low diacritics: δουροτόμος Capitals: ΔΟΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: dourotómos Transliteration B: dourotomos Transliteration C: dourotomos Beta Code: douroto/mos

English (LSJ)

poet. for δρυτόμος, Opp.H.5.198;

   A πελέκεις AP7.445 (Pers.).

German (Pape)

[Seite 663] Holz schneidend, spaltend; πέλεκυς Pers. 7 (VII, 445); ὁ δ., der Holzhauer, Opp. H. 5, 198.

Greek (Liddell-Scott)

δουροτόμος: Ἰων. ἀντὶ δορυτόμος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 198, Ἀνθ. Π. 7. 445.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ δουροτόμος bûcheron.
Étymologie: δόρυ, τέμνω.

Spanish (DGE)

-ον
cortador de madera, talador de árboles πελέκεις AP 7.445 (Pers.)
subst. ὁ δ. leñador, aserrador ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσι Opp.H.5.198, ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσιν Q.S.1.250.

Greek Monotonic

δουροτόμος: Ιων. αντί δορυτόμος, αυτός που κόβει ξύλα, ξυλοκόπος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουροτόμος: колющий или рубящий дрова (πελέκεις Anth.).