ἐμπολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπολεύς:''' -έως, ὁ, [[έμπορος]], [[πραματευτής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐμπολεύς:''' -έως, ὁ, [[έμπορος]], [[πραματευτής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπολεύς:''' έως ὁ покупатель Anth.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολεύς Medium diacritics: ἐμπολεύς Low diacritics: εμπολεύς Capitals: ΕΜΠΟΛΕΥΣ
Transliteration A: empoleús Transliteration B: empoleus Transliteration C: empoleys Beta Code: e)mpoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
marchand, traficant, acheteur.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).

Greek Monolingual

ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολεύς: έως ὁ покупатель Anth.