ἐλάαν: Difference between revisions
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(4) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλάαν:''' Επικ. αντί <i>ἐλᾶν</i>, απαρ. ενεστ. του [[ἐλάω]]· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του [[ἐλαύνω]]. | |lsmtext='''ἐλάαν:''' Επικ. αντί <i>ἐλᾶν</i>, απαρ. ενεστ. του [[ἐλάω]]· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλάᾱν:''' эп. inf. к [[ἐλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάαν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐλάω, ἐλαύνω, Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.
French (Bailly abrégé)
inf. fut. épq. de ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
v. ἐλαύνω.
Greek Monotonic
ἐλάαν: Επικ. αντί ἐλᾶν, απαρ. ενεστ. του ἐλάω· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάᾱν: эп. inf. к ἐλάω.