ἐντερόνεια: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντερόνεια:''' ἡ, [[ξυλεία]] πλοίου, [[τροφή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐντερόνεια:''' ἡ, [[ξυλεία]] πλοίου, [[τροφή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερόνεια:''' ἡ шутл. дерево для корабельного кузова (ἐ. εἰς τὰς τριήρεις Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερόνεια Medium diacritics: ἐντερόνεια Low diacritics: εντερόνεια Capitals: ΕΝΤΕΡΟΝΕΙΑ
Transliteration A: enteróneia Transliteration B: enteroneia Transliteration C: enteroneia Beta Code: e)ntero/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἐντεριώνη, Hsch., Suid.; ἐ. εἰς τριήρεις timber for the ribs of a ship, belly-timber, Ar.Eq.1185 (with a pun on τοῖς ἐντέροις), v. Sch.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, das Holz zum untersten u. mittelsten Theile der Trieren, Ar. Equ. 1185, gehol. οἱ μὲν τὸ τῶν νεῶν ἔδαφος, οἱ δὲ τὰ ἐγκοίλια. Vgl. μήτρα. Der Accent so nach Hdn. bei Schol. a. a. O., falsch also ἐντερονεία. Vielleicht zusammengesetzt aus ἔντερον – ναῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερόνεια: (οὐχὶ -εία, Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185), ἡ, = ἐντεριώνη, Ἡσύχ., ἐπίτηδες αὔτ’ ἔπεμψέ σοι εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεὸς, ξυλικὴν διὰ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, «τὰ ἐγκοίλια, τὰ ἀπὸ τῆς τρόπιδος ἀνερχόμενα ξύλα» (Σουΐδ., Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185 (μετὰ λογοπαιγνίου ἀναφερομένου εἰς τὰ ἔντερα τὰ κομισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀλλαντοπώλου εἰς τὸν Δῆμον), Πολυδ. Β΄, 212.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
intérieur d’un vaisseau, cale.
Étymologie: ἔντερον.
Syn. τὰ ἐγκοίλια.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ náut. panza, cala del barco, Ar.Eq.1185.

Greek Monolingual

η (Α ἐντερόνεια)
1. η εντεριώνη
2. η εσωτερική επένδυση του πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά.

Greek Monotonic

ἐντερόνεια: ἡ, ξυλεία πλοίου, τροφή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερόνεια: ἡ шутл. дерево для корабельного кузова (ἐ. εἰς τὰς τριήρεις Arph.).