εὔιππος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔιππος:''' -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει [[καλά]] άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα [[καλά]] άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[γνωστός]], [[περίφημος]] για τα άλογά του, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔιππος:''' -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει [[καλά]] άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα [[καλά]] άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[γνωστός]], [[περίφημος]] για τα άλογά του, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔιππος:''' славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; [[Κολωνός]] Soph.; σύμμαχοι Xen.; [[χώρα]] Plut.): εὔ. [[δῶρον]] подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐΰιππος, ον, of persons,
A delighting in horses, h.Ap. 210, Hes.Cat.Oxy.1358.21, Pi.O.3.39: Sup., X.HG4.2.5, etc. 2 of places, famed for horses, Pl.P.4.2, S.OC668 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1073] mit guten Rossen, H. h. Apoll. 210; Τυνδαρίδαι, Ἀμαζόνες, wohlberitten, Pind. Ol. 3, 41. 8, 47 u. öfter; Κυράνα, gute Pferde habend, P. 4, 2; Tragg. öfter, δῶρον εὔιππον, Geschenk guter Pferde, Soph. O. C. 715; auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5, 5, im superl.
Greek (Liddell-Scott)
εὔιππος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ἔχων καλοὺς ἵππους, ἡδόμενος ἐπὶ καλοῖς ἵπποις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 210, Πινδ. Ο. 3. 70· Ὑπερθ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, κτλ. 2) ἐπὶ τόπου, περίφημος διὰ τοὺς καλοὺς ἵππους αὐτοῦ, Πινδ. Π. 4. 2, Σοφ. Ο. Κ. 668· πρβλ. εὔπωλος.
English (Slater)
εὔιππος, -ον
1 with splendid horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)
Greek Monolingual
εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)
2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).
Greek Monotonic
εὔιππος: -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει καλά άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα καλά άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.
2. λέγεται για τόπους, γνωστός, περίφημος για τα άλογά του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔιππος: славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; Κολωνός Soph.; σύμμαχοι Xen.; χώρα Plut.): εὔ. δῶρον подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.