ἡνιοποιεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡνιοποιεῖον:''' τό ([[ποιέω]]), [[εργαστήριο]] παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡνιοποιεῖον:''' τό ([[ποιέω]]), [[εργαστήριο]] παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡνιοποιεῖον:''' τό шорная мастерская Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A saddler's shop, X.Mem.4.2.8.
German (Pape)
[Seite 1172] τό, Sattlerwerkstatt, Xen. Hem. 4, 2, 8. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοποιεῖον: τό, ἐργαστήριον χαλινῶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de sellerie (propr. de bride).
Étymologie: ἡνία, ποιέω.
Greek Monolingual
ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) ηνιοποιός
εργαστήριο κατασκευής χαλινών.
Greek Monotonic
ἡνιοποιεῖον: τό (ποιέω), εργαστήριο παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοποιεῖον: τό шорная мастерская Xen.