θυλάκιον: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡλάκιον:''' τό, υποκορ. του [[θύλακος]], μικρή [[τσάντα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''θῡλάκιον:''' τό, υποκορ. του [[θύλακος]], μικρή [[τσάντα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡλάκιον:''' (ᾱ) τό мешок Her., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of θύλακος, Hdt.3.105, Ar.V.314, Ra.1203 codd., PLille 10ii 14 (iii B.C.), PCair.Zen.69.6 (iii B.C.). II seed-capsule, Sch.Nic. Th.852.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, dim. von θύλακος, Tasche; Her. 3, 105; Ar. Vesp. 314 u. öfter; Posidon. Ath. IV, 152 s. Auch = Saamenkapsel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, Ἡρόδ. 3. 105, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 314, ἐν Βατρ. 1203. ΙΙ. τὸ περιέχον τὸ σπέρμα, Διοσκ. 2. 128, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 852.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit sac.
Étymologie: θύλακος.
Greek Monotonic
θῡλάκιον: τό, υποκορ. του θύλακος, μικρή τσάντα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡλάκιον: (ᾱ) τό мешок Her., Arph.