θετέος: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θετέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>θετέον</i>, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''θετέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>θετέον</i>, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θετέος:''' adj. verb. к [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:46, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be countedas, Pl.Epin.984a, Arist.Pol.1277b38. II θετέον, one must establish, ἆθλα Pl.Lg.832e; one must assume, X. Mem.4.2.15; one must reckon, count, τοὺς βαναύσους πολίτας Arist. Pol.1277b35, cf. Satyr.Vit.Eur.Fr.39xv6, etc.; ἐν ἁμαρτίᾳ Ph.2.171.
German (Pape)
[Seite 1204] adj. verb. zu τίθημι, was zu setzen, anzunehmen ist; τούτων ἡμῖν θάτερα θετέα Plat. Epin. 984 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θέσῃ τις, Πλάτ. Ἐπιν. 984 Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 1. ΙΙ. θετέον, δεῖ τιθέναι, Πλάτ. Νόμ. 832 Ε, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 14, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τίθημι.
Greek Monotonic
θετέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.
II. θετέον, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θετέος: adj. verb. к τίθημι.