ἰαλεμίστρια: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱλεμίστρια:''' Ιων. ἰηλ-, ἡ, [[γυναίκα]] που θρηνολογεί, [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἰᾱλεμίστρια:''' Ιων. ἰηλ-, ἡ, [[γυναίκα]] που θρηνολογεί, [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱλεμίστρια:''' ион. [[ἰηλεμίστρια]] ἡ плакальщица Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱλεμίστρια Medium diacritics: ἰαλεμίστρια Low diacritics: ιαλεμίστρια Capitals: ΙΑΛΕΜΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: ialemístria Transliteration B: ialemistria Transliteration C: ialemistria Beta Code: i)alemi/stria

English (LSJ)

Ion. ἰηλ-, ἡ,

   A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.

Greek Monolingual

ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.

Greek Monotonic

ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱλεμίστρια: ион. ἰηλεμίστρια ἡ плакальщица Aesch.