καταβλητέον: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[καταβάλλω]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταβλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[καταβάλλω]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβλητέον:''' adj. verb. к [[καταβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(καταβάλλω)
A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e. 2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
Greek Monotonic
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.