κακοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοσκελής:''' имеющий плохие, т. е. слабые ноги ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσκελής Medium diacritics: κακοσκελής Low diacritics: κακοσκελής Capitals: ΚΑΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: kakoskelḗs Transliteration B: kakoskelēs Transliteration C: kakoskelis Beta Code: kakoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.

German (Pape)

[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.

Greek Monolingual

κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ταχυ-σκελής].

Greek Monotonic

κᾰκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοσκελής: имеющий плохие, т. е. слабые ноги (ἵππος Xen.).