καλλίπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίπρῳρος:''' <b class="num">1)</b> (о корабле) с красивой носовой частью (Ἀργοῦς [[σκάφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с красивым лицом, красивый (sc. [[ἀνδρόπαις]] [[ἀνήρ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπρῳρος Medium diacritics: καλλίπρῳρος Low diacritics: καλλίπρωρος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kallíprōiros Transliteration B: kalliprōros Transliteration C: kalliproros Beta Code: kalli/prw|ros

English (LSJ)

ον, (πρῷρα)

   A with beautiful prow, of ships, E.Med.1335: metaph., of men, with beautiful face, beautiful, βλάστημα A.Th.533; στόμα κ. Id.Ag.235 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ἔχων ὡραῖαν πρῷραν, ἐπὶ πλοίων, τὸ καλλίπρῳρον Ἀργοῦς σκάφος Εὐρ. Μήδ. 1335: - μεταφ., επὶ ἀνθρώπων, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, ὡραῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 533. στόμα καλλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 235. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίπρῳρον· εὐπρόσωπον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la belle proue;
2 à l’aspect gracieux, de belle apparence.
Étymologie: καλός, πρῷρα.

Greek Monotonic

καλλίπρῳρος: -ον (πρῴρα), αυτός που έχει όμορφη πλώρη, σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ωραίος, όμορφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπρῳρος: 1) (о корабле) с красивой носовой частью (Ἀργοῦς σκάφος Eur.);
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.).