κατέσθω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(5) |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατέσθω:''' ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ. | |lsmtext='''κατέσθω:''' ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[κατεσθίω]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1398] p. = Vorigem, σῦκα κατέσθων Philp. 56 (Plan. 240).
Greek (Liddell-Scott)
κατέσθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., Πυθαγ. σ. 713 Gale, Ἀνθ. Πλαν. 4. 240.
Greek Monolingual
κατέσθω (Α)
μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν
τ. του κατεσθίω.
Greek Monotonic
κατέσθω: ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. for κατεσθίω, Anth.]