κελύφανον: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελύφᾰνον:''' [ῡ], τό, [[κέλυφος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κελύφᾰνον:''' [ῡ], τό, [[κέλυφος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελύφᾰνον:''' (ῡ) τό Luc., v. l. = [[κέλυφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], τό,
A = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).
German (Pape)
[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
Greek (Liddell-Scott)
κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
Greek Monolingual
κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, όργ-ανον)].
Greek Monotonic
κελύφᾰνον: [ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κελύφᾰνον: (ῡ) τό Luc., v. l. = κέλυφος.