κελευσμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελευσμοσύνη:''' ἡ, Ιων. αντί [[κέλευσμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κελευσμοσύνη:''' ἡ, Ιων. αντί [[κέλευσμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμοσύνη Medium diacritics: κελευσμοσύνη Low diacritics: κελευσμοσύνη Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: keleusmosýnē Transliteration B: keleusmosynē Transliteration C: kelefsmosyni Beta Code: keleusmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.

German (Pape)

[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.

Greek Monolingual

κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.

Greek Monotonic

κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.