κισσωτός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσωτός:''' -ή, -όν ([[κισσόω]]), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ. | |lsmtext='''κισσωτός:''' -ή, -όν ([[κισσόω]]), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσωτός:''' покрытый или украшенный плющом ([[νεβρίς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A decked with ivy, νεβρίς AP6.172.
Greek (Liddell-Scott)
κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.
Greek Monotonic
κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κισσωτός: покрытый или украшенный плющом (νεβρίς Anth.).