λίθεος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίθεος:''' [ῐ], -α, -ον, = [[λίθινος]], φτιαγμένος από [[πέτρα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''λίθεος:''' [ῐ], -α, -ον, = [[λίθινος]], φτιαγμένος από [[πέτρα]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίθεος:''' (ῐ) каменный ([[βηλός]], ἱστοί Hom.).
}}
}}

Revision as of 11:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθεος Medium diacritics: λίθεος Low diacritics: λίθεος Capitals: ΛΙΘΕΟΣ
Transliteration A: lítheos Transliteration B: litheos Transliteration C: litheos Beta Code: li/qeos

English (LSJ)

α, ον,

   A = λίθινος, of stone, Il.23.202, Od.13.107.

German (Pape)

[Seite 44] dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.

Greek (Liddell-Scott)

λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, ἐκ λίθου, Ἰλ. Ψ. 202, Ὀδ. Ν. 107.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de pierre.
Étymologie: λίθος.

English (Autenrieth)

of stone.

Greek Monolingual

λίθεος, -έα, -ον (Α) λίθος
λίθινος.

Greek Monotonic

λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, φτιαγμένος από πέτρα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λίθεος: (ῐ) каменный (βηλός, ἱστοί Hom.).