λιπαρόχροος: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐπᾰρόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λῐπᾰρόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐπᾰρόχροος:''' стяж. λῐπᾰρόχρους 2 с блистающей кожей, т. е. сияющий, цветущий Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with shining body, sleek of skin, Σελαναία λιπαρόχροε Theoc.2.165:— also λῐπᾰρό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, acc. -χρων, ib.102.
German (Pape)
[Seite 51] zsgz. λιπαρόχρους, mit glänzender Haut, Theocr. 2, 165, λιπαρόχροε, ib. 102, λιπαρόχρων, v. l. λιπαρόχρουν.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόχροος: -ον, ἔχων λαμπρὸν σῶμα, χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε Θεόκρ. 2. 165· - οὕτω, λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, αἰτ. -χρων, ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν αὐτόθι 102.
Greek Monotonic
λῐπᾰρόχροος: -ον (χρόα), αυτός που έχει απαλό δέρμα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρόχροος: стяж. λῐπᾰρόχρους 2 с блистающей кожей, т. е. сияющий, цветущий Theocr.