μαστιχάω: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαστῐχάω:''' ([[μάσταξ]];), [[τρίζω]] τα δόντια μου, Επικ. μτχ. <i>μαστιχόων</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''μαστῐχάω:''' ([[μάσταξ]];), [[τρίζω]] τα δόντια μου, Επικ. μτχ. <i>μαστιχόων</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαστῐχάω:''' (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v. l. [[μαστάζω]] и [[μαστιόω]]).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῐχάω Medium diacritics: μαστιχάω Low diacritics: μαστιχάω Capitals: ΜΑΣΤΙΧΑΩ
Transliteration A: masticháō Transliteration B: mastichaō Transliteration C: mastichao Beta Code: mastixa/w

English (LSJ)

   A gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., gloss on μασταρίζειν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.

Greek Monotonic

μαστῐχάω: (μάσταξ;), τρίζω τα δόντια μου, Επικ. μτχ. μαστιχόων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μαστῐχάω: (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v. l. μαστάζω и μαστιόω).