μεθείω: Difference between revisions

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
(5)
(3)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθείω:''' Επικ. αντί <i>μεθῶ</i>, υποτ. αόρ. βʹ του [[μεθίημι]].
|lsmtext='''μεθείω:''' Επικ. αντί <i>μεθῶ</i>, υποτ. αόρ. βʹ του [[μεθίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθείω:''' эп. conjct. aor. 2 к [[μεθίημι]].
}}
}}

Latest revision as of 00:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 111] ep. conj. aor. II zu μεθίημι, = μεθῶ.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 épq. de μεθίημι.

English (Autenrieth)

see μεθίημι.

Greek Monotonic

μεθείω: Επικ. αντί μεθῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μεθείω: эп. conjct. aor. 2 к μεθίημι.