Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
[Seite 111] ep. conj. aor. II zu μεθίημι, = μεθῶ.
sbj. ao.2 épq. de μεθίημι.
see μεθίημι.
μεθείω: Επικ. αντί μεθῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεθίημι.
μεθείω: эп. conjct. aor. 2 к μεθίημι.