μυριόβοιος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που έχει [[δέκα]] χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''μῡριόβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που έχει [[δέκα]] χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόβοιος:''' вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόβοιος Medium diacritics: μυριόβοιος Low diacritics: μυριόβοιος Capitals: ΜΥΡΙΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: myrióboios Transliteration B: myrioboios Transliteration C: myriovoios Beta Code: murio/boios

English (LSJ)

ον,

   A with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.

Greek Monolingual

μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό-βοιος, πρωτό-βοιος].

Greek Monotonic

μῡριόβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει δέκα χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόβοιος: вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).