ναυστολία: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυστολία:''' ἡ, [[πορεία]] [[διά]] θαλάσσης, ναυτική [[επιχείρηση]], [[εκστρατεία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ναυστολία:''' ἡ, [[πορεία]] [[διά]] θαλάσσης, ναυτική [[επιχείρηση]], [[εκστρατεία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυστολία:''' ἡ морское путешествие, морской поход Eur.
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυστολία Medium diacritics: ναυστολία Low diacritics: ναυστολία Capitals: ΝΑΥΣΤΟΛΙΑ
Transliteration A: naustolía Transliteration B: naustolia Transliteration C: nafstolia Beta Code: naustoli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A going by sea, naval expedition, Id.Andr.795 (lyr.), Str.16.2.23.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt, Eur. Andr. 797.

Greek (Liddell-Scott)

ναυστολία: ἡ, τὸ διὰ θαλάσσης πορεύεσθαι, ναυτικὴ ἐκστρατεία, Εὐρ. Ἀνδρ. 795, Στράβ. 757.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
expédition maritime.
Étymologie: ναύστολος.

Greek Monolingual

ναυστολία, ἡ (Α) ναύστολος
1. ταξίδι με πλοίο
2. ναυτική αποστολή.

Greek Monotonic

ναυστολία: ἡ, πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναυστολία: ἡ морское путешествие, морской поход Eur.