νεοθηγής: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοθηγής:''' -ές ([[θήγω]]), = [[νεόθηκτος]], αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''νεοθηγής:''' -ές ([[θήγω]]), = [[νεόθηκτος]], αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νεο-θηγής, ές [[θήγω]] = [[νεοθηλής]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, = sq., A.R.3.1388, APl.4.124.
German (Pape)
[Seite 242] ές, neu geschärft; ἰοί, Ep. ad. 290 (Plan. 124); ἅρπη, Ap. Rh. 3, 1388.
Greek (Liddell-Scott)
νεοθηγής: -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.
Greek Monolingual
νεοθηγής, -ές (Α)
νεόθηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ-θηγής].
Greek Monotonic
νεοθηγής: -ές (θήγω), = νεόθηκτος, αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ.