ὀλόμην: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλόμην:''' ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὄλλυμι]].
|lsmtext='''ὀλόμην:''' ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὄλλυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλόμην:''' эп. aor. 2 med. к [[ὄλλυμι]].
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόμην Medium diacritics: ὀλόμην Low diacritics: ολόμην Capitals: ΟΛΟΜΗΝ
Transliteration A: olómēn Transliteration B: olomēn Transliteration C: olomin Beta Code: o)lo/mhn

English (LSJ)

ὄλοντο,

   A v. ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόμην: ὄλοντο, ἴδε ἐν λέξ. ὄλλυμι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Moy. épq. de ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

see ὄλλῦμι.

Greek Monotonic

ὀλόμην: ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόμην: эп. aor. 2 med. к ὄλλυμι.