ξενοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενοσύνη:''' ἡ, Ιων. ξειν-, [[φιλοξενία]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ξενοσύνη:''' ἡ, Ιων. ξειν-, [[φιλοξενία]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενοσύνη:''' ион. [[ξεινοσύνη]] (ῠ) ἡ гостеприимство, радушный прием Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. ξειν-, ἡ,
A hospitality, Od.21.35.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.
Greek Monolingual
ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.
Greek Monotonic
ξενοσύνη: ἡ, Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ξενοσύνη: ион. ξεινοσύνη (ῠ) ἡ гостеприимство, радушный прием Hom.