ξενοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοσύνη:''' ἡ, Ιων. ξειν-, [[φιλοξενία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ξενοσύνη:''' ἡ, Ιων. ξειν-, [[φιλοξενία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοσύνη:''' ион. [[ξεινοσύνη]] (ῠ) ἡ гостеприимство, радушный прием Hom.
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοσύνη Medium diacritics: ξενοσύνη Low diacritics: ξενοσύνη Capitals: ΞΕΝΟΣΥΝΗ
Transliteration A: xenosýnē Transliteration B: xenosynē Transliteration C: ksenosyni Beta Code: cenosu/nh

English (LSJ)

Ep. ξειν-, ἡ,

   A hospitality, Od.21.35.

German (Pape)

[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.

Greek Monolingual

ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.

Greek Monotonic

ξενοσύνη: ἡ, Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοσύνη: ион. ξεινοσύνη (ῠ) ἡ гостеприимство, радушный прием Hom.