ὀνοσσάμενος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνοσσάμενος:''' μτχ. Επικ. αορ. αʹ του [[ὄνομαι]]· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ. | |lsmtext='''ὀνοσσάμενος:''' μτχ. Επικ. αορ. αʹ του [[ὄνομαι]]· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνοσσάμενος:''' эп. part. aor. к [[ὄνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ὀνόσσεσθαι,
A v. ὄνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοσσάμενος: ὀνόσσεσθαι, ἴδε ἐν λέξ. ὄνομαι.
French (Bailly abrégé)
part ao. épq. de ὄνομαι.
English (Autenrieth)
see ὄνομαι.
Greek Monotonic
ὀνοσσάμενος: μτχ. Επικ. αορ. αʹ του ὄνομαι· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοσσάμενος: эп. part. aor. к ὄνομαι.