οἰστροβολέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πλήττω]] με βέλη σα να είχα [[κεντρί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''οἰστροβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πλήττω]] με βέλη σα να είχα [[κεντρί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροβολέω:''' досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροβολέω Medium diacritics: οἰστροβολέω Low diacritics: οιστροβολέω Capitals: ΟΙΣΤΡΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: oistroboléō Transliteration B: oistroboleō Transliteration C: oistrovoleo Beta Code: oi)strobole/w

English (LSJ)

   A strike with the sting, τινα, esp. of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piquer de l’aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.

Greek Monotonic

οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροβολέω: досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).