ὅττι: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅττι:''' Επικ. αντί [[ὅ τι]], ουδ. του [[ὅστις]], οτιδήποτε.<br /><b class="num">• ὅττῐ:</b> Επικ. αντί [[ὅτι]] (σύνδ.), ότι, [[επειδή]]. | |lsmtext='''ὅττι:''' Επικ. αντί [[ὅ τι]], ουδ. του [[ὅστις]], οτιδήποτε.<br /><b class="num">• ὅττῐ:</b> Επικ. αντί [[ὅτι]] (σύνδ.), ότι, [[επειδή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅττῐ:''' <b class="num">I</b> эп. = ὅτι I.<br /><b class="num">II</b> эп. = ὅτι II.<br /><b class="num">III</b> эп. n к [[ὅστις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. for ὅτι (q. v.); also Ep. for ὅ τι, neut. of ὅστις (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὅττῐ: Ἐπικ. ἀντὶ ὅτι (σύνδεσμ.), Ὅμ. καὶ Ἡσ.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. ὅτι, ou neutre poét. de ὅστις.
English (Autenrieth)
(neut. of ὅστις): (1) conj., that because (quod).—(2) adv., strengthening superlatives, ὅττι τάχιστα, as quickly as possible, Il. 4.193. ;;: see ὅστις.
see ὅστις.
see ὅτι.
Greek Monotonic
ὅττι: Επικ. αντί ὅ τι, ουδ. του ὅστις, οτιδήποτε.
• ὅττῐ: Επικ. αντί ὅτι (σύνδ.), ότι, επειδή.
Russian (Dvoretsky)
ὅττῐ: I эп. = ὅτι I.
II эп. = ὅτι II.
III эп. n к ὅστις.