πάλτο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[πάλλω]].
|lsmtext='''πάλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[πάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάλτο:''' эп. 3 л. sing. aor. med. к [[πάλλω]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλτο Medium diacritics: πάλτο Low diacritics: πάλτο Capitals: ΠΑΛΤΟ
Transliteration A: pálto Transliteration B: palto Transliteration C: palto Beta Code: pa/lto

English (LSJ)

   A v. πάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.

French (Bailly abrégé)

v. πάλλω.

English (Autenrieth)

see πάλλω.

Greek Monolingual

το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].

Greek Monotonic

πάλτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

πάλτο: эп. 3 л. sing. aor. med. к πάλλω.