παρακελευσμός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακελευσμός:''' ὁ = [[παρακέλευσις]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''παρακελευσμός:''' ὁ = [[παρακέλευσις]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακελευσμός:''' ὁ Thuc., Lys., Xen. = [[παρακέλευσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = παρακέλευσις 1, Th. 4.11, Lys.2.38, X.Cyr.3.3.59, etc.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευσμός: ὁ, = παρακέλευσις, Θουκ. 4. 11, Λυσ. 194. 15, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 59, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: παρακελεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρακελεύομαι
παρακέλευσις, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση.
Greek Monotonic
παρακελευσμός: ὁ = παρακέλευσις, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παρακελευσμός: ὁ Thuc., Lys., Xen. = παρακέλευσις.