πάντρομος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάντρομος:''' -ον ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει [[ολόκληρος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πάντρομος:''' -ον ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει [[ολόκληρος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάντρομος:''' весь дрожащий (от страха), чрезвычайно робкий ([[πελειάς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντρομος Medium diacritics: πάντρομος Low diacritics: πάντρομος Capitals: ΠΑΝΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pántromos Transliteration B: pantromos Transliteration C: pantromos Beta Code: pa/ntromos

English (LSJ)

ον,

   A all-trembling, timid, πελειάς A.Th.294 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ganz zitternd, πελειάς, Aesch. Spt. 276, v. l. πάντροφος.

Greek (Liddell-Scott)

πάντρομος: -ον, ὅλως τρέμων, ἴδε ἐν λ. πάντροφος,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout tremblant.
Étymologie: πᾶν, τρέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέμει πολύ, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].

Greek Monotonic

πάντρομος: -ον (τρέμω), αυτός που τρέμει ολόκληρος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάντρομος: весь дрожащий (от страха), чрезвычайно робкий (πελειάς Aesch.).