παραδιακονέω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδιᾱκονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]] μαζί και [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παραδιᾱκονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]] μαζί και [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδιᾱκονέω:''' прислуживать, быть помощником (τινι Arph.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδιᾱκονέω Medium diacritics: παραδιακονέω Low diacritics: παραδιακονέω Capitals: ΠΑΡΑΔΙΑΚΟΝΕΩ
Transliteration A: paradiakonéō Transliteration B: paradiakoneō Transliteration C: paradiakoneo Beta Code: paradiakone/w

English (LSJ)

   A live with and serve, τινι Ar.Av.838.

German (Pape)

[Seite 476] neben Einem sein und ihn bedienen, τινί, Ar. Av. 838.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιᾱκονέω: μένω παρά τινι καὶ ὑπηρετῶ, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 838· πρβλ. παραδράω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être auprès de qqn pour le servir, τινι.
Étymologie: παρά, διακονέω.

Greek Monotonic

παραδιᾱκονέω: μέλ. -ήσω, μένω μαζί και υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παραδιᾱκονέω: прислуживать, быть помощником (τινι Arph.).