παράπτομαι: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράπτομαι:''' Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του <i>παραπετομένα</i>, πετόμενος. | |lsmtext='''παράπτομαι:''' Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του <i>παραπετομένα</i>, πετόμενος. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-άπτομαι licht aanraken. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Med.,
A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34 :—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15. II Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37 ; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108. 2 touch by mistake, Hippiatr.49. 3 have dealings with, γυναικὸς ἢ ἀνδρὸς PMag.Par.1.2173. 4 approach, τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς Apollon. ap. Orib.7.19.5.
French (Bailly abrégé)
1 toucher en passant;
2 toucher légèrement, particul. humecter légèrement;
3 toucher par mégarde.
Étymologie: παρά, ἅπτω.
Greek Monotonic
παράπτομαι: Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του παραπετομένα, πετόμενος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-άπτομαι licht aanraken.