παρφάμενος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρφάμενος:''' ποιητ. αντί <i>παραφάμενος</i>, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[παράφημι]]· [[παρφάσθαι]], απαρ.
|lsmtext='''παρφάμενος:''' ποιητ. αντί <i>παραφάμενος</i>, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[παράφημι]]· [[παρφάσθαι]], απαρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρφάμενος:''' эп. part. к [[παράφημι]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monotonic

παρφάμενος: ποιητ. αντί παραφάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παράφημι· παρφάσθαι, απαρ.

Russian (Dvoretsky)

παρφάμενος: эп. part. к παράφημι.