poet. for παραφάμενος; v. παράφημι.
part. prés. Moy. poét. de παράφημι.
see παράφημι.
παρφάμενος: ποιητ. αντί παραφάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παράφημι· παρφάσθαι, απαρ.
παρφάμενος: эп. part. к παράφημι.