παρφάμενος

English (LSJ)

poet. for παραφάμενος; v. παράφημι.

French (Bailly abrégé)

part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monotonic

παρφάμενος: ποιητ. αντί παραφάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παράφημι· παρφάσθαι, απαρ.

Russian (Dvoretsky)

παρφάμενος: эп. part. к παράφημι.